- ἔγκαρος
- ἔγκᾰρος, ὁ, ([etym.] κάρ, κάρα)A the brain, AP9.519.3 (Alc.), Lyc.1104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έγκαρος — ἔγκαρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι («ἔγκαρος... μυελός») … Dictionary of Greek
ἔγκαρος — the brain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρῳ — ἔγκαρος the brain masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκαρον — ἔγκαρος the brain masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρός — καρός, ὁ (Α) [καρώ] (κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά» … Dictionary of Greek